Κανένας ιστορικός μελετητής της Ελλάδας δε θα μπορέσει να αποφύγει την παρατήρηση πως σχεδόν σε κάθε
ιστορική πρόκληση, αντί να επιλέγουμε την εθνική ομοψυχία και τη συνεννόηση για το χειρισμό μίας κακής
κατάστασης, επιλέγουμε να θυσιάσουμε μία ψύχραιμη εκτίμηση των επιλογών μας σε παιχνίδια κομματικών
σκοπιμοτήτων που μπορεί να προσφέρουν σε ορισμένους μία ψευδαίσθηση διεκδικήσεων, αλλά επί της ουσίας
επιφέρουν συνέπειες εθνικά καταστροφικές.
Γιατί πως αλλιώς μπορεί να ερμηνεύσει κανείς τη στρατηγική της ΝΔ, η οποία προκάλεσε εκλογές για να διαλύσει
μία βουλή με ορίζοντα δύο ακόμη ετών, εν μέσω κρίσης, διεκδικώντας μία αυτοδυναμία που παρασάγγας απείχε
από την πραγματικότητα. Πως μπορεί να ερμηνεύσει κανείς τη σημερινή τακτική συγκρότησης ενός ηγεμονικού
δεξιού πόλου μέσω της συγκέντρωσης στελεχών με αντικρουόμενες αντιλήψεις, παραπέμποντας σε
συνασπιζόμενες δυνάμεις εκλογικής στόχευσης.
Πως μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς τη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος θεωρεί κάθε ευρωπαίο πολίτη τουλάχιστον
κουτό, ώστε να τον απειλεί με την καταγγελία του μνημονίου, μέσω του οποίου ουσιαστικά κάθε ευρωπαίος
πολίτης δανείζει τη χώρα μας, στερούμενος προνομίων που διαφορετικά θα είχε. Γιατί ακόμη και εάν κάποιος
αποδεχτεί το –εξαιρετικά παράτολμο και καταφανώς ανήθικο- επιχείρημα πως δε μπορούν να μας οδηγήσουν στην
έξοδο και άρα κάνουμε ότι θέλουμε, πως μπορεί να εξηγήσει ότι όλα αυτά τα κοινοβούλια που μας δανείζουν, τα
οποία εκλέγονται και λογοδοτούν στους πολίτες τους, θα συνεχίζουν να το κάνουν σε μία χώρα νταή της Ευρώπης;
Εκεί οι πολίτες δε θα αντιδράσουν;
Πολλοί που αν και αντιλαμβάνονται την κατάσταση ως έχει, και κατανοούν την αντιφατικότητα των διακηρύξεων
του ΣΥΡΙΖΑ, απαντούν ως εξής: «στην περίπτωση που αναδειχθεί πρώτο κόμμα και αναλάβει τη διακυβέρνηση θα
αλλάξει στάση και ρητορική. Έχει ξαναγίνει». Όντως έχει ξαναγίνει, όμως σε διαφορετικούς χρόνους και σε
διαφορετική εποχή.
Ακόμη και εάν ο ΣΥΡΙΖΑ αλλάξει τακτική μετά τις εκλογές, ουδόλως απίθανο στην πολιτική, δε θα έχει το χρόνο ούτε
επαναδιαπραγμάτευση να κάνει, ούτε τους εταίρους μας να πείσει. Με άλλα λόγια, ο δρόμος που ο κ. Τσίπρας
χαράζει σήμερα έχει δύο κατευθύνσεις μετεκλογικά: είτε την καταγγελία του μνημονίου και άρα χρεωκοπία άμεσα
και άναρχα με τραγικές συνέπειες, είτε την ευθυγράμμιση με τις επιταγές των Ευρωπαίων και άρα πλήρη, σκληρή
και άκαμπτη εφαρμογή του μνημονίου.
Μία εθνικά υπεύθυνη στάση επιβάλλει τη διατύπωση μίας προοδευτικής κατεύθυνσης των αλλαγών που πρέπει να
γίνουν. Πράγματι, το μνημόνιο αποτέλεσε μία εθνική ήττα, καθώς αποτύπωσε μία συνταγή περικοπών ως
αποτέλεσμα της αδυναμίας του πολιτικού κόσμου ανάδειξης μίας πειστικής αντιπρότασης.
Η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας είναι προοδευτική αντίληψη. Εάν όμως –μοιραία- οδηγήσει στην ανάγκη
αξιολόγησης των υπαλλήλων, των προϊσταμένων αλλά και κάθε στελέχους της δημόσιας διοίκησης θα βρει το
ΣΥΡΙΖΑ απέναντί του.
Ένα σύγχρονο και ανταγωνιστικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι προοδευτική επιλογή. Όμως πάλι προσκρούει στη
διακηρυγμένη θέση του «όχι σε όλα και σε καμία αλλαγή» που υιοθετεί ο ΣΥΡΙΖΑ.
Οι εκλογές αυτές εκφράζουν έντονα την αγωνία για το μέλλον της χώρας. Το ΠΑΣΟΚ σήμερα μπορεί να έχει
απολέσει το ηθικό του πλεονέκτημα, όμως μπορεί να αποτελέσει τη δύναμη διατύπωσης ενός εθνικού σχεδίου.
Τα προβλήματα είναι γνωστά, και οι αναγκαιότητες που δημιουργούν πολλάκις καταγεγραμμένες. Δεν έχουμε
σήμερα την πολυτέλεια για ένα νέο «τις πταίει», κυρίως γιατί μετά ακολουθεί το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν».
Ας αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του.