Ο ιστορικός χρόνος στην πολιτική είναι αυστηρός κριτής. Βλέπει τις μεγάλες και αργές αλλαγές, τις τάσεις, τις ευκαιρίες και τις δυνατότητες. Ξεπερνά το εφήμερο, αυτό που εντάσσεται σε συγκεκριμένο εκλογικό κύκλο και παράλληλα αξιολογεί αυστηρά και τα άτομα αλλά πρωτίστως τα συλλογικά υποκείμενα. Τα τελευταία αρκετά χρόνια οι κοινωνίες της Δύσης, της Ευρώπης και άρα και η ελληνική με τις δικές της συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες, παρουσιάζουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά. Σταδιακά και βαθμιαία συντηρητικοποιούνται. Αντικαθίσταται το σοσιαλιστικό «κόκκινο» χρώμα του εκλογικού χάρτη με το ακροδεξιό «μαύρο» – ιδιαίτερα σε περιοχές που έχουν πληγεί από αυτό που θα έλεγε κανείς ουδέτερα «παγκοσμιοποιημένη οικονομία» ή πιο ιδεολογικά «νεοφιλελεύθερη συναίνεση». Και αν αυτή ήταν μια τάση που προ 10 ή 20 χρόνια απλά μας προβλημάτιζε, σήμερα έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που απαιτείται σχέδιο δράσης. Τα συμπεράσματα έχουν βγει, οι θεωρητικές προσεγγίσεις μας έχουν διαφωτίσει, τα δεδομένα -εκλογικά, κοινωνικά, οικονομικά – είναι όλα πάνω στο τραπέζι. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν γνώριζε, δεν ήξερε ή δεν μπορούσε να φανταστεί. Ο κίνδυνος της Ακροδεξιάς είναι υπαρκτός, μετρήσιμος και παράγει αποτελέσματα. Μένει να δούμε και να αποδείξουμε ότι μπορούμε με την πολιτική μας δράση οι σοσιαλιστές, σοσιαλδημοκράτες και προοδευτικοί, να αλλάξουμε την ροή των πραγμάτων.
Στα της Ελλάδας, μετά από την δεκαπενταετία της κρίσης και της θραύσης τους κοινωνικού μεταπολιτευτικού συμβολαίου, στη χώρα της πολεμικής καταβαράθρωσης του ΑΕΠ, η πρόκληση σχηματοποιείται με ξεκάθαρους όρους. Ή ανασυνθέτουμε την κεντροαριστερά, όλον τον δημοκρατικό προοδευτικό χώρο και επιχειρούμε με νέες πολιτικές να απαντήσουμε στις υπαρκτές προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο λαός μας ή αμέτοχοι παρατηρητές βλέπουμε ένα νέο δίπολο μεταξύ των δυνάμεων της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς να καθορίζει τις επόμενες δεκαετίες.
Τη δεδομένη στιγμή το ΠΑ.ΣΟ.Κ έχοντας επιδείξει μια αξιοθαύμαστη εκλογική αντοχή όλα αυτά τα 15 χρόνια και έχοντας τη θεσμική μνήμη του κόμματος εξουσίας, βαρύνεται με μια ακόμη μεγαλύτερη ευθύνη. Οφείλει να γίνει καταλύτης μιας νέας μεγάλης προσπάθειας δημιουργίας μιας νέας κοινωνικής και πολιτικής πλειοψηφίας που θα είναι σε θέση να ασκήσει πολιτικές στον αντίποδα αυτών που ασκεί η Νέα Δημοκρατία εδώ και 6 σχεδόν χρόνια. Οφείλει να κοιτάξει πολιτικά στα αριστερά του, κοινωνικά στη μεσαία τάξη, στους μικρομεσαίους αλλά και στους πραγματικά αδύναμους, ηλικιακά στις παραγωγικές ηλικίες και γενιές, γεωγραφικά στα αστικά κέντρα και εκλογικά σε πολλούς από αυτούς που από το 2009 και μετά απέχουν. Οφείλει να δώσει μια μεγάλη ηθική – πολιτική – οικονομική μάχη για να περιορίσει τις κολοσσιαίες ανισότητες που αναπτύσσονται και διαβρώνουν την κοινωνική συνοχή. Οφείλει να κοιτάξει στο μέλλον και να υπερβεί τους διαχωρισμούς της δεκαπενταετίας, όχι γιατί επενδύει στη λήθη αλλά γιατί στοχεύει να είναι χρήσιμο στην ελληνική κοινωνία και όχι μουσειακό έκθεμα στην πολιτική ιστορία.
Η διαδικασία ανάδειξης νέου προέδρου στο ΠΑ.ΣΟ.Κ είναι και μια επιλογή στρατηγικής για το μέλλον. Το μέλλον όχι μόνο του ΠΑ.ΣΟ.Κ αλλά μοιραία και για αυτό του προοδευτικού χώρου στην Ελλάδα. Κάθε υποψηφιότητα είναι φορέας και μιας στρατηγικής. Άλλος στοχεύει στο κέντρο, άλλος σε μια κεντρώα – κεντροδεξιά ανασύνθεση, άλλος σε μια προσπάθεια αναστήλωσης του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Η πρόταση του Χάρη Δούκα είναι αυτή τη στιγμή η μόνη ξεκάθαρη επιλογή ανασύνθεσης του προοδευτικού χώρου – όχι μέσα από συνεννοήσεις και διευθετήσεις, όπως κάποιοι αρέσκονται να του προσάπτουν, αλλά μέσα από ξεκάθαρες πολιτικές δεσμεύσεις. Ο Χάρης Δούκας από τη θέση του προέδρου του ΠΑ.ΣΟ.Κ και με τον συγκεκριμένο πολιτικό και προγραμματικό λόγο μπορεί να συνομιλήσει άμεσα, πειστικά και αυθεντικά με όλες τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που θέλουν αλλαγή. Αλλαγή όχι μόνον κυβέρνησης αλλά πολιτικής.
Αλλαγή ζωής.