Η απαρίθμηση προβλημάτων της Δυτικής Θεσσαλονίκης είναι διαδικασία επαναλαμβανόμενη τα τελευταία χρόνια. Η λίστα είναι συγκεκριμένη αλλά δυστυχώς δεν μειώνεται ούτε και διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις επίλυσης ορισμένων έστω ζητημάτων. Νέα Δημοκρατία και ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ ούτε προσχηματικά δεν παρουσιάζουν πλέγμα προτάσεων για τη δυτική πλευρά του πολεοδομικού συγκροτήματος Θεσσαλονίκης γιατί οποιοδήποτε πλαίσιο δημοσίου διαλόγου θα εξέθετε και τα δύο κόμματα φανερώνοντας τη συστηματική απραξία και αδιαφορία τους. Σημειώστε επίσης πως στη δυτική Θεσσαλονίκη διαβιεί ο νεότερος πληθυσμός της χώρας – απόδειξη ότι η κυβερνητική αδιαφορία δεν έχει μόνο γεωγραφικά και ταξικά χαρακτηριστικά αλλά αγγίζει και ηλικιακές κατηγοριοποιήσεις. Εάν αυτή τη μοίρα επιφυλάσσει η συντηρητική κυβέρνηση για τις περιοχές των νέων Ελλήνων καταλαβαίνει κανείς τις προτεραιότητες και τις ιεραρχήσεις της.
Υψηλή ποιότητα ζωής εντός αστικού ιστού, πόλη βιώσιμη, καθαρή και ανταγωνιστική και με συνοχή σημαίνει βιώσιμοι τρόποι μεταφοράς. Η αυξανόμενη πυκνότητα της κυκλοφορίας αυτοκινήτων στις πόλεις και τις μητροπολιτικές περιοχές οδηγεί σε αύξηση του εξωτερικού κόστους με τη μορφή της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και της απώλειας χρόνου, κάτι που συνακόλουθα επηρεάζει αρνητικά την ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής. Τη στιγμή που οι δημόσιες συγκοινωνίες δεν θεωρούνται απλώς μια υπηρεσία που μεταφέρει τους ανθρώπους από το σημείο Α στο σημείο Β αλλά είναι η πιο προφανής, φυσική επιλογή για κινητικότητα στις πόλεις, στη Θεσσαλονίκη του «μισού ΟΑΣΘ» η κατάσταση είναι αποκαρδιωτική. Στη δυτική Θεσσαλονίκη ακόμη χειρότερη.
Όμως και στο μέτωπο του μετρό επιχειρείται ένας εμπαιγμός προς τη δυτική Θεσσαλονίκη. Το 2020 ο κ. Ταχιάος, πρόεδρος της Αττικό Μετρό και πρωθυπουργική επιλογή, εγκαλούσε την προηγούμενη διοίκηση του κ. Μυλόπουλου για σχέδια επί χάρτου σε ό,τι αφορά στην δυτική επέκταση του μετρό. Σημείωνε μάλιστα πως «δεν είναι ορατή η επέκταση στα δυτικά, δεν υπάρχει καμία χρηματοδότηση εξασφαλισμένη, δεν υπάρχει καμία μελέτη, καμία ανάλυση κόστους-ωφέλειας του έργου». Το 2022 σε προεκλογική προφανώς περίοδο έρχονται με τον ίδιο ακριβώς χάρτη να ανακοινώσουν ότι ξεκινά η επέκταση στα δυτικά. Τι ξεκινά όμως ακριβώς; Οι πρόδρομες εργασίες που αφορούν στην εκπόνηση των απαιτούμενων μελετών, των αρχαιολογικών εργασιών, των διερευνητικών εργασιών των δικτύων κοινής ωφελείας, κυκλοφοριακών παρακάμψεων κ.ο.κ. Με δυο λόγια ο ορίζοντας λειτουργίας του Μετρό στα δυτικά τοποθετείται στο άγνωστο – κανένα χρονοδιάγραμμα, καμία δέσμευση, καμία ορατότητα. Δεν απαντά κανείς όμως σε ένα απλό ερώτημα. Γιατί αυτές οι εργασίες δεν μπορούσαν να προηγηθούν; Γιατί δεν έλαβαν χώρα την προηγούμενη πενταετία ώστε σήμερα το έργο να είναι πιο ώριμο; Εσχάτως δε έχει επανέλθει στο τραπέζι και ο δυτικός προαστιακός όμως -για να έχουμε εικόνα των ρυθμών κάθε έργου- υπενθυμίζω ότι τον Απρίλιο του 2018 η ΕΡΓΟΣΕ είχε ολοκληρώσει την προμελέτη για το δίκτυο αυτό αλλά έκτοτε είχε μείνει στα συρτάρια. Τώρα ανακοινώνεται ανάδοχος στις αρχές του 2023. Και βέβαια κάποια στιγμή θα πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα γιατί μετρό και όχι τραμ – έστω σε ό,τι αφορά στην επέκταση στα δυτικά; Μια επιλογή υπέργειου μέσου σταθερής τροχιάς που θα λειτουργεί συμπληρωματικά και όχι ανταγωνιστικά προς το μετρό ίσως είναι καταλληλότερη για τις περιοχές εκείνες. Το τραμ υλοποιείται πιο γρήγορα και είναι πέντε φορές φθηνότερο από το μετρό και δεν απαιτεί απαλλοτριώσεις. Η οδός Λαγκαδά, η Δενδροποτάμου, η Δαβάκη, Μοναστηρίου (ενδεικτικά) θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν εύκολα, γρήγορα και φθηνά ένα τέτοιο μέσο.
Τα χρόνια περνάνε, το κόστος μετακίνησης έχει γίνει αφόρητο, η ατμοσφαιρική ρύπανση επιβαρύνει μία ήδη επιβαρυμένη περιοχή όμως οι εξαγγελίες συνεχίζονται με τρόπο πληθωριστικό. Μέχρι πότε ο κάτοικος Σταυρούπολης, Πολίχνης, Νεάπολης, Ευόσμου και Αμπελοκήπων θα ακούει υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα;
Λύσεις υπάρχουν αρκεί κάποιος να ενδιαφερθεί, να ακούσει τα χρόνια αιτήματα και να τα μετατρέψει σε βιώσιμο και ρεαλιστικό πολιτικό σχέδιο για τον τόπο. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ ιστορικά έχει αποδείξει ότι έχει αυτήν την εμπειρία, αυτήν την τεχνογνωσία αλλά και τη σχέση με τις τοπικές κοινωνίες. Ίσες ευκαιρίες για όλους, αξιόπιστες υπηρεσίες, κρατική πρόνοια και φροντίδα, τοπικά αναπτυξιακά σχέδια με συμμετοχή των πολιτών βρίσκονται στον πυρήνα της σοσιαλδημοκρατικής διακυβέρνησης. Μια πραγματικά προοδευτική κυβέρνηση μπορεί να κάνει τη διαφορά γιατί ακριβώς υπηρετεί διαφορετικές προτεραιότητες.