Τα σημερινά κόμματα εξουσίας –ειδικά στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης– είναι πασιφανές ότι δεν μπορούν να δημιουργήσουν προϋποθέσεις υπέρβασης και κάλυψης του χαμένου εδάφους. Είναι κόμματα που δεν πιστεύουν στην ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη, δεν πιστεύουν στις δυνατότητές της πέραν της Αττικής Ελλάδας και δεν μπορούν να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν κανένα πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης για περιοχές που βρίσκονται μακριά από το εθνικό κέντρο. Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης αντανακλώνται με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο οι ανεπάρκειες μερίδας του πολιτικού συστήματος που αναπαράγει όλες τις παθογένειες και παραμένει αυτοαναφορικό και γεωγραφικά περιορισμένο στην Πλατεία Συντάγματος και τους γύρω δρόμους.
Ο κομματικός ανταγωνισμός στον οποίον έχουν επιδοθεί εδώ και μία περίπου δεκαετία είναι τοξικός, ρηχός, αντιπαραγωγικός και το κυριότερο αποσυνδεδεμένος από την υπόθεση της ανάπτυξης της περιφέρειας. Αντιμετωπίζουν την υπόλοιπη Ελλάδα ως δευτερεύον πεδίο συγκυριακών πολιτικών, χωρίς συνεκτικό σχέδιο. Ο αθηνοκεντρισμός τους οφείλεται και στο γεγονός πως από τη μία ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα χωρίς κόμμα, χωρίς αγκύρωση στην ελληνική κοινωνία, και η Νέα Δημοκρατία ένα κόμμα χωρίς κομματικές λειτουργίες, χωρίς δομές διαλόγου, οργανωμένο στη βάση επάλληλων κύκλων παραγόντων. Ειδικά τα τελευταία χρόνια της «επιτελικής διακυβέρνησης» και της μονοπρόσωπης εξουσίας του πρωθυπουργού, η Νέα Δημοκρατία προσομοιάζει περισσότερο με έναν εκλογικό μηχανισμό παρά με παραδοσιακή πολιτική παράταξη δεκαετιών.
Η Θεσσαλονίκη συνιστά ίσως το πιο ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της υπερδεκαετούς πραγματικότητας με ειδική αξία και βαρύτητα. Δεν είναι η πρωτεύουσα αλλά δεν είναι και επαρχία. Είναι ένα αστικό κέντρο με συγκεκριμένες προκλήσεις, προβλήματα και ταυτόχρονα είναι μια περιοχή όπου υπάρχει δυνατότητα ανάπτυξης και κάλυψης του παραγωγικού χάσματος. Μπορεί, αν και για την ώρα υστερεί. Εν όψει ΔΕΘ για μια ακόμη φορά η πόλη ετοιμάζεται να ακούσει υποσχέσεις. Υποσχέσεις για υποδομές, ανάπτυξη, επενδύσεις και ένα λαμπρό μέλλον που ποτέ όμως δεν έρχεται.
Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφεραν τα απλά και βασικά. Δεν κατάφεραν να ανατάξουν τις αστικές συγκοινωνίες της πόλης. Ο ΟΑΣΘ μονίμως προβληματικός, χωρίς να ικανοποιεί το συγκοινωνιακό έργο, χωρίς κανένα σχέδιο για την επόμενη ημέρα, με συνεχείς παρατάσεις ζωής,. Λίγα και παλιά οχήματα, λίγοι οδηγοί, καθημερινή ταλαιπωρία, χαμένες εργατοώρες, καθυστερήσεις. Το Μετρό Θεσσαλονίκης έχει καταστεί συνώνυμο πολιτικής αναξιοπιστίας. Ένα δημόσιο έργο που ξεκίνησε πριν από 15 και πλέον χρόνια, ακόμη και σήμερα δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα το χρονοδιάγραμμα αποπεράτωσής του. Σκεφτείτε μόνο ότι κάθε χρόνο στην Αθήνα προστίθεται ένα μετρό Θεσσαλονίκης. Για τη δε σύνδεση της πόλης με το αεροδρόμιο με μέσο σταθερής τροχιάς θα χρειαστεί ίσως άλλη τόση αναμονή. Το ίδιο και για την επέκταση στα δυτικά. Τα ίδια και για τα άλλα μέσα σταθερής τροχιάς που κατά καιρούς έχουν πέσει στο τραπέζι όπως προαστιακός, τραμ κ.ά. Δρόμοι και αυτοκινητόδρομοι, οδικές συνδέσεις με λιμάνι, αναβάθμιση σιδηροδρομικού δικτύου, νέα περιφερειακή – όλα σε επίπεδο εξαγγελιών. Νοσοκομειακές υποδομές ανεπαρκείς, ελλείψεις προσωπικού και αποδυνάμωση του Ε.Σ.Υ ολοφάνερη, ειδικά μέσα στην πανδημία, με αρνητικές πρωτιές σε όλους τους σκληρούς δείκτες της.
Αλλά και πέραν των ζητημάτων των υποδομών, αν δει κανείς το παραγόμενο ΑΕΠ της ευρύτερης περιοχής θα διαπιστώσει στασιμότητα. Ενώ η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας παρουσιάζει τη 2η μεγαλύτερη συνεισφορά στο ΑΕΠ της χώρας, στο κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν ανά Περιφέρεια έρχεται 8η με εξαιρετικά χαμηλούς αριθμούς, ενώ ταυτόχρονα βρίσκεται στην 6η υψηλότερη θέση μεταξύ των περιφερειών στο ποσοστό ανεργίας με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το πρώτο τρίμηνο του 2022.
Η εικόνα αυτή της παρακμής, της στασιμότητας, στην καλύτερη περίπτωση, αδικεί τον τόπο, αδικεί την πόλη, αδικεί τους ανθρώπους γιατί είναι δεδομένο και κοινά αποδεκτό ότι υπάρχουν δυνατότητες. Για αυτό πιστεύουμε ότι αποτελεί ιστορική και εθνική αναγκαιότητα η διαμόρφωση μιας πραγματικά προοδευτικής πρότασης διακυβέρνησης που θα δημιουργήσει ξανά την προσδοκία ανόδου. Ειδικά για τη Βόρεια Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη, η παραγωγική ανασυγκρότηση αποκτά σημαίνοντα ρόλο καθώς οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις γεννούν σημαντικές ευκαιρίες.
Ευκαιρίες που για να αξιοποιηθούν απαιτούν μία άλλη πολιτική προσέγγιση, απαιτούν διάθεση μεταρρυθμίσεων, μεταφοράς πόρων, δημιουργία επενδυτικού κλίματος πάντοτε σε ένα πλαίσιο κοινωνικής συνοχής. Το ΠΑΣΟΚ είναι ιστορικά η παράταξη εκείνη που επένδυσε στην ανάπτυξη της περιφέρειας. Είναι η παράταξη που έφτιαξε υποδομές, δημιούργησε νέο πλούτο, άλλαξε το θεσμικό πλαίσιο και στήριξε την Τοπική Αυτοδιοίκηση ενώ κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει πως ως κόμμα είχε άμεση σχέση και αλληλεπίδραση με τις τοπικές κοινωνίες και από εκεί αντλούσε την πολιτική του δύναμη και διαμόρφωνε την προγραμματική του πρόταση.
Ισχυρό ΠΑΣΟΚ στη Βουλή και την κοινωνία σημαίνει πως τελειώνουν οι μονόλογοι, διευρύνεται ο πολιτικός διάλογος και έρχεται ξανά στο επίκεντρο η ξεχασμένη Ελλάδα. Το βιοτικό επίπεδο, η οικονομία, οι μισθοί και οι υποδομές του 2030 για τη Θεσσαλονίκη θα καθοριστούν απόλυτα από τις πολιτικές δυνάμεις που θα έχουν τον πρώτο λόγο. Οι συνταγές της τελευταίας οκταετίας έχουν αποτύχει. Μονόδρομος η αλλαγή πολιτικών συσχετισμών και η ισχυροποίηση δυνάμεων προοδευτικών.