Η «τεχνητή» ευμάρεια των τελευταίων δεκαετιών, βασιζόμενη κυρίως σε δανεικές και –θεωρητικά- αναπτυξιακές επιχορηγήσεις της ΕΕ, στρέβλωσε την παραγωγική διάρθρωση της χώρας κυρίως λόγω της εγκληματικής αμέλειας του ελληνικού πολιτικού συστήματος να αναδιαρθρώσει και να ανασυντάξει τις δομές ανάπτυξης της παραγωγικής δραστηριότητας. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα έθρεψε γενιές ολόκληρες που γαλουχήθηκαν με άξονα την επιβράβευση της ήσσονος προσπάθειας, αναδεικνύοντας το «μέσο» ως την κυρίαρχη δύναμη στις δημόσιες συναλλαγές και το «ρουσφέτι» ως ψηφοθηρικό αντιδάνειο. Αυτό το πλαίσιο κατέστησε κάθε «αξία» μυθιστορηματική διακήρυξη απομακρύνοντας την από κάθε καθημερινή πρακτική.
Η Ελλάδα, ως δημιούργημα των προηγούμενων γενιών, διέπρεψε στη συναλλαγή, την εναλλαγή διαπλεκόμενων πολιτικών συστημάτων και στη καιροσκοπική τακτοποίηση «ημετέρων», με παράλληλη τη σπίλωση αντίθετων νοοτροπιών και την πλήρη απαξίωση ορισμένων υγειών φωνών. Με μία λαϊκιστική ρητορική, το πολιτικό σύστημα συντήρησε ένα κράτος σπάταλο, αναποτελεσματικό και αντιπαραγωγικό. Ανέπτυξε ένα κοινωνικό σύστημα με παντελώς άγνωστες τις έννοιες της «αξίας», της «δημιουργίας» και τελικώς εξάλειψε κάθε λογική ευθύνης, αποτελέσματος και ελέγχου, κάθε δηλαδή δομική έννοια ενός σύγχρονου κράτους.
Η «ευθύνη» χρησιμοποιήθηκε ως ρητορικό σχήμα, χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα. Κάθε αποτυχία σε κάθε –σχεδόν- τομέα πολιτικής (υγεία, κοινωνική συνοχή, υποδομές) δεν συναντούσε σχεδόν ποτέ τον υπεύθυνο της. Φυσικά κανείς δεν υφίστατο τις συνέπειες των απωλειών ή της κατασπατάλησης πόρων, ενώ ακόμη και σήμερα δε μπορεί να εντοπιστεί ο υπεύθυνος χιλιάδων αδιαφανών διορισμών στο δημόσιο. Ως φαίνεται πολλοί συνέβαλαν σε αυτό, κάθε ένας σε διαφορετικό βαθμό.
Το «Αποτέλεσμα» μετριέται με το βαθμό ικανοποίησης συγκεκριμένων στόχων σε συγκεκριμένο χρόνο. Μετρήσιμα μεγέθη, όπως η ανάπτυξη της χώρας, η δημιουργία θέσεων εργασίας, η κοινωνική αλληλεγγύη, χρησιμοποιήθηκαν δημαγωγικά με τα στοιχεία να αναβαπτίζονται και τα δεδομένα να επανακαθορίζονται. Πάλι όπως φαίνεται πολλοί συνέβαλαν σε αυτό, κάθε ένας σε διαφορετικό βαθμό.
Ο «έλεγχος» στη πολιτική ζωή και την κρατική λειτουργία σημαίνει κοινωνική λογοδοσία, με συγκεκριμένους κανόνες και συγκεκριμένες διαδικασίες. Είναι ή σε τακτά χρονικά διαστήματα παροχή πληροφόρησης «πού πηγαίνουν τα λεφτά του έλληνα φορολογούμενου» και «ποιες είναι οι πηγές άντληση αυτής της φορολογίας». Αυτό φυσικά ελάχιστες φορές συνέβη. Τις περισσότερες ο –όποιος- έλεγχος αναλώθηκε σε ανούσιες αλληλο-κατηγορίες, με αποτέλεσμα εκτεταμένα φαινόμενα ατιμωρησίας και συγκαλύψεων. Δυστυχώς πολλοί συνέβαλαν και σε αυτό, κάθε ένας σε διαφορετικό βαθμό.
Έχω πολλές φορές αναφερθεί στο ότι η ομογενοποίηση ευθυνών και η αναπαραγωγή της λογικής του «όλοι ίδιοι είναι», αποτελεί εχθρό της δημοκρατίας και εμμένω απαρέγκλιτα σε αυτή μου τη θέση. Προφανώς και δεν είναι όλοι ίδιοι. Δεν ήταν εξάλλου λίγες οι φορές που φωνές αντισυστημικού περιεχομένου λοιδορήθηκαν και αποδοκιμάστηκαν ως «εξωγενείς» και «εχθρικές» προς το υπάρχον κομματικό σύστημα, αποδίδοντάς τους «συνομοσιολογικές» προεκτάσεις. Και προφανώς οφείλουμε να διαχωρίζουμε αυτούς που πραγματικά μόχθησαν για την ανατροπή των κακώς κειμένων από όσους διείδαν καταστάσεις έκρυθμες και προτίμησαν την απαλλαγή από τα καθήκοντά τους αντί την προσήλωση σε ιδέες και πρακτικές που μπορούν να αλλάξουν αυτόν τον τόπο.
Η παραίτηση δεν αποσβένει λάθη και δε διαγράφει παραλήψεις. Ιδιαίτερα δε όσοι εμφανίζονται δια της αποφυγής της ένταξης στο κάδρο της παρακμής, ενώ και οι ίδιοι συνέβαλαν στη διαμόρφωσή του, έτοιμοι ως άλλοι μεσσιανικού τύπου σωτήρες να μονοπωλήσουν τη ρητορική της σοβαρότητας και της διαφάνειας ας μη λησμονούν πως εμείς οι νέοι έχουμε και τη γνώση και το επιστημονικό υπόβαθρο και τη βούληση να μην παρασυρόμαστε εύκολα. Μπορούμε να εμπιστευτούμε τη διάθεση αρωγής, όχι όμως πλέον να διαθέσουμε την ατομική μας υποταγή σε ανεδαφικές διακηρύξεις ιδίως όταν αυτές συνοδεύονται από αντίστοιχες αναποτελεσματικές πρακτικές του παρελθόντος.
Το σημείο καμπής της ιστορίας καθορίζεται από εμάς. Είναι αυτό όπου η ευθύνη για αποτέλεσμα συναντά τον κοινωνικό έλεγχο. Είναι η στιγμή που χρειάζεται όσο ποτέ συγκεκριμένες πολιτικές κατευθύνσεις αλλά και νέους εκφραστές τους. Γιατί δεν έχει σημασία μόνο τι λες αλλά και ποιος είσαι εσύ που το λες.
Όμως το ερώτημα είναι συγκεκριμένο.
Ποιος μπορεί να εφαρμόσει πολιτικές δίκαιες και αποτελεσματικές; Ποιος μπορεί υπεύθυνα και να εφαρμόσει τις διαδικασίες ελέγχου των πολιτικών αυτών;
Και το δίλημμα είναι αμείλικτο.
Όσοι το έχουν ήδη διαπιστωμένα πράξει με τα καταστροφικά και ιδιαιτέρως επαχθή για εμάς αποτελέσματα του σήμερα, ή όσοι έχουν τη βούληση να αλλάξουν πραγματικά αυτόν τον τόπο.
Τις διακηρύξεις της προηγούμενης γενιάς περί αλλαγής και ανατροπής, τις έχουμε δει να μετατρέπονται σε συναλλαγή και διαπλοκή. Εμείς μπορούμε να τα καταφέρουμε καλύτερα και δικαιούμαστε να προσπαθήσουμε.
Αυτή η επιλογή δε μπορεί παρά να αποτελεί την πρακτική συνεισφοράς στον τόπο μας.
Γιατί εμείς αυτόν τον τόπο το γνωρίσαμε στα δύσκολά του και δεν τον παρατήσαμε. Δεν ήρθαμε ως σωτήρες αλλά ως νέοι με διάθεση προσφοράς. Δεν παραιτηθήκαμε και δε βολευτήκαμε.
Εμείς θέλουμε και μπορούμε. Εσείς ;