Είναι βέβαιο πως ο καθένας, από τον πρώτο έως και τον τελευταίο πολίτη της χώρας, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο, έχει νιώσει στο πετσί του τις συνέπειες της βαθύτατης οικονομικής ύφεσης, που ταλανίζει τα τελευταία χρόνια τη χώρα.Πολλοί πίστεψαν, με βάση τις υπεραισιόδοξες εξαγγελίες της κυβέρνησης, πως η ύφεση, όσο και η ευρωπαϊκή επιτήρηση, θα έφευγαν αστραπιαία από την Ελλάδα και τη θέση της θα λάμβανε η οικονομική ευφορία των περασμένων δεκαετιών. Μάταια όμως… Ούτε η κρίση έφυγε, ούτε η συνεχής παγκόσμια (πλέον) αξιολόγηση σταμάτησε, φέρνοντας μαζί της τη μία φοροκαταιγίδα μετά την άλλη. Κάθε εβδομάδα οι τηλεοπτικοί δέκτες γεμίζουν από πολιτικά μηνύματα μελών των επιτροπών αξιολόγησης, που συστήνουν νέες φορολογικές επιβαρύνσεις, νέους συντελεστές Φ.Π.Α. και νέες μειώσεις κυρίως συντάξεων και επικουρικών.
Αυτά έχουν ως αποτέλεσμα την καταβαράθρωση της κατανάλωσης, η οποία καλώς ή κακώς, αποτελούσε ανέκαθεν τον ακρογωνιαίο λίθο του Α.Ε.Π. της χώρας. Οι ιδιωτικές επενδύσεις είναι από μηδαμινές έως ανύπαρκτες, και όσες γίνονται, περνάνε πρώτα από το μαραθώνιο της ελληνικής γραφειοκρατίας, που αντί να μειώνεται, περιέργως αυξάνεται. Οι δημόσιες δαπάνες, ελέω κρίσης μειώνονται, ενώ οι καθαρές εξαγωγές της χώρας συνεχίζουν να είναι αρνητικές. Το αποτέλεσμα; Η συνεχής συρρίκνωση του Α.Ε.Π. και η αναπόφευκτη συσκότιση του οικονομικού μέλλοντος της χώρας. Αλλά η πιο καίρια ερώτηση είναι μία. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αλλά και η ελληνική κυβέρνηση δεν αντιλαμβάνονται τα δεδομένα που ισχύουν στην ελληνική οικονομία και το αντίκτυπο των μέτρων που προτείνουν; Σε κάθε προτεινόμενο μέτρο παρεμβάλλεται μια αύξηση στη φορολογία. Τελικά επιδιώκουν να εισπράξουν τα ποσά που έχουν δανείσει ή να ενισχύσουν με αυτά τα ποσά την ελληνική οικονομία, ούτως ώστε να είναι σε θέση μελλοντικά να πληρώσει; Αν επιδιώκουν το πρώτο πάντως, μάλλον πρέπει να απαγκιστρωθούν σε κάποιο βαθμό από τις μονεταριστικές πολιτικές που επιβάλλουν. Ο λόγος είναι απλός.
Η ελληνική οικονομία έχει ξεπεράσει προ πολλού το μέγιστο σημείο φορολογικών εσόδων που μπορεί να εισπράξει. Με βάση μελέτες που έχουν γίνει, αυτό το μέγιστο σημείο επιτεύχθηκε πριν τουλάχιστον μία πενταετία. Πόσο μάλλον από τη στιγμή που η ανεργία αυξάνεται δραματικά μειώνοντας τον αριθμό των φορολογούμενων πολιτών. Σύμφωνα με τον Lafer και την ομώνυμη καμπύλη του, η καμπύλη των φορολογικών εσόδων, σε ένα σύστημα αξόνων με τον φορολογικό συντελεστή και τα φορολογικά έσοδα, παρουσιάζει στα χαμηλά στάδια του συντελεστή θετική κλίση. Η κλίση παραμένει θετική έως ένα κρίσιμο φορολογικό συντελεστή, ο οποίος αντιστοιχεί και στο μέγιστο ποσό φορολογικών εσόδων που μπορεί να εισπράξει ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός.
Η υπέρβαση αυτού του συντελεστή έχει ως αποτέλεσμα η καμπύλη των εσόδων να έχει πλέον αρνητική κλίση, πράγμα που σημαίνει πως η συνεχής αύξηση των φόρων τείνει να μειώνει ολοένα και περισσότερο τα έσοδα από φόρους αντί να τα αυξάνει! Δυστυχώς η ελληνική οικονομία, όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, έχει ξεπεράσει αυτό το κρίσιμο όριο και η συνεχής αύξηση των φόρων καταφέρνει μόνο να φτωχοποιεί τον πληθυσμό, υπονομεύοντας την ανάπτυξη. Οι υπέρογκοι φόροι διώχνουν τις ελληνικές επιχειρήσεις στους γειτονικούς φορολογικούς παραδείσους, μειώνουν τους μισθούς των εργαζομένων και οδηγούν στο κλείσιμο εταιριών και σε απολύσεις. Οι πολιτικές αυτές μας έχουν τοποθετήσει σε έναν φαύλο κύκλο, στον οποίο η αύξηση της ανεργίας και η μείωση της ευημερίας οδηγούν συνεχώς η μία στην άλλη. Όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω ο σωστός τρόπος επίτευξης των στόχων είσπραξης των εσόδων είναι η μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας (μείωση της ανεργίας, αύξηση του Α.Ε.Π. κτλ) Αυτό το αντιλαμβάνονται οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και η ελληνική κυβέρνηση, ή μήπως επιδεικτικά αγνοούν ότι σχετίζεται με τη θεωρία του Lafer και τις θεωρίες του ανθρώπου από τον οποίο ο Lafer εμπνεύστηκε τη δική του, του Maynard Keynes.
*Ο Αντώνης Σαουλίδης είναι δικηγόρος και αντιδήμαρχος Νεάπολης-Συκεών