*Άρθρο μου στην Εφημερίδα “Νέα Σελίδα” που Δημοσιεύθηκε την Κυριακή 09/12/2018
Όλες οι εξελίξεις φανερώνουν πως βρισκόμαστε σε μία παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, το μάκρος της οποίας θα επηρεάσει την οικονομία και τις δυνατότητες ανάκαμψης. Αυτό βέβαια δεν φαίνεται να απασχολεί την κυβέρνηση καθώς ούτως ή άλλως έχει ναρκοθετήσει τις όποιες δυνατότητες υπέρβασης της κρίσης και υπονομεύει συστηματικά την αναπτυξιακή προοπτική. Σύνηθες πλέον φαινόμενο η αναθεώρηση των προβλέψεων και εκτιμήσεων της ετήσιας ανάπτυξης που επιβεβαιώνει πως η τελευταία παραμένει αναιμική και ασθενική. Με αυτούς τους ρυθμούς η χώρα δεν μπορεί να ανακτήσει γρήγορα το απολεσθέν εισόδημα και να προχωρήσει σε πολιτικές στήριξης των πιο αδύναμων στρωμάτων.
Η λογική της υπερφορολόγησης που επιβαρύνει έως σημείου εξόντωσης τη μεσαία τάξη με στόχο τη δημιουργία υπερπλεονασμάτων, είναι μία αντιαναπτυξιακή οικονομική λογική και συνιστά πολιτικό κυνισμό. Εντάσσεται δε σε μία συνολική στρατηγική της κυβέρνησης με αμιγώς κομματικά κριτήρια καθώς αδιαφορεί για την πορεία της οικονομίας και στοχεύει να της δώσει μία δημοσιονομική ευχέρεια παροχής ορισμένων αποσπασματικών εφάπαξ επιδομάτων, εν είδη κοινωνικής πολιτικής.
Η ψευδεπίγραφη μετάβαση στην κανονικότητα και η ενίσχυση του φιλολαϊκού προφίλ των κυβερνώντων συγκρούεται καθημερινά με την πραγματικότητα όπου οι μετοχές των τραπεζών εκμηδενίζονται, το Χρηματιστήριο Αθηνών κατρακυλά, νοσοκομεία και κοινωνικές δομές απαξιώνονται χωρίς αναλώσιμα και προσωπικό και η ανεργία επιμένει σε δυσθεώρητα ύψη.
Επιπρόσθετα, ο ελέφαντας μέσα στο δωμάτιο συνεχίζει να είναι το ασφαλιστικό σύστημα καθώς καμία ρύθμιση μέχρι τώρα δεν εξασφαλίζει τη βιωσιμότητά του. Μάχες επί μαχών, δήθεν σκληρές διαπραγματεύσεις οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε συντάξεις ίσες με ένα απλό επίδομα και ταυτόχρονα η δαπάνη ως ποσοστό ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι συγκριτικά πάρα πολύ μεγάλη. Άλυτος γόρδιος δεσμός όσο δεν εκκινεί η οικονομία που θα συμπιέζει δυστυχώς την κοινωνία.
Από την άλλη πλευρά, το δημοσκοπικό προβάδισμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν συνοδεύεται από μία πληρότητα εναλλακτικής πρότασης και παραδόξως ενισχύει την πόλωση και έναν κενό περιεχομένου συγκρουσιακό λόγο. Η στρατηγική επιλογή μετακίνησης της Νέας Δημοκρατίας σε πιο δεξιές και νεοφιλελεύθερες θέσεις δημιουργεί ένα πολιτικό κενό εκπροσώπησης. Η Νέα Δημοκρατία αδυνατεί να διαμορφώσει και να παρουσιάσει ένα πειστικό πρόγραμμα, να παρουσιάσει ένα επιτελείο ανθρώπων και απλά επικάθεται πάνω στο προβάδισμα λόγω τραγικής αποτυχίας της κυβέρνησης.
Κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση αλληλοτροφοδοτούνται και στήνουν από κοινού ένα σκηνικό έντασης και αντεγκλήσεων με στόχο τη συσπείρωση των κομματικών τους ακροατηρίων και την ενίσχυση ενός κακέκτυπου νέου δικομματισμού, χωρίς όμως ούτε να απαντούν στα πραγματικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας ούτε να καταφέρνουν να επιτύχουν την αποδοχή της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος, όπως στο παρελθόν.
Εάν όμως εξετάσουμε με μία διαφορετική ιεράρχηση τα πραγματικά ζητήματα που θα έπρεπε να απασχολούν την Ελλάδα και σταχυολογούσαμε αριθμούς και δεδομένα θα διαπιστώναμε πως η πολιτική αντιπαράθεση δεν τα αγγίζει καθόλου.
Σε αυτή τη συνθήκη προκαλούν το λιγότερο ανησυχία οι πανευρωπαϊκές εξελίξεις καθώς οι συνομιλίες για το Brexit προχωράνε με προβλήματα, στην Ιταλία διαφαίνεται αδιέξοδο σχετικά με την κατάρτιση του ετήσιου προϋπολογισμού και σε όλες τις χώρες της Ένωσης ενισχύονται δυνάμεις λαϊκιστικές, ευρωσκεπτικιστικές και δυστυχώς πολλές φορές ακροδεξιές. Η γενικότερη αστάθεια, η υποχώρηση των φιλοευρωπαϊκών προοδευτικών δυνάμεων που ως έναν βαθμό προωθούσαν την ατζέντα της ολοκλήρωσης και της συνοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης πιθανά θα έχουν επιπτώσεις και στην ελληνική υπόθεση. Η Ελλάδα λόγω πολιτικών επιλογών και διαχείρισης έχασε την ευκαιρία εδώ και μία τετραετία να εκμεταλλευτεί την σταθερότητα, το αναπτυξιακό momentum, τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου. Σε περίπτωση ραγδαίας επιδείνωσης των συνθηκών, η χώρα παραμένει ανοχύρωτη και ευάλωτη σε πιέσεις και αναταράξεις.
Τόσο εδώ, όσο όμως και σε όλη την Ευρώπη είναι απαραίτητη η δυναμική επανεμφάνιση μίας πραγματικά προοδευτικής πρότασης που θα επαναφέρει στο επίκεντρο τις αξίες της αλληλεγγύης, της κοινωνικής συνοχής, της δίκαιης ανάπτυξης μέσα από το όχημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Βέβαια, για να μην παραμείνουν αυτά ένα αδειανό πουκάμισο και μία υπόθεση της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών, τα συγγενικά κόμματα της ευρύτερης πολιτικής οικογένειας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών πρέπει να επανασυνδεθούν με τα παραδοσιακά ακροατήρια τους και να πιάσουν ξανά το νήμα της πολιτικής τους εκπροσώπησης με έναν πολιτικό και προγραμματικό λόγο που θα αφορά τους πολλούς.